- πηδηχτά
- επίρρ. τροπ., με πηδήματα: Ο λαγός τρέχει πηδηχτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλματίας — ἁλματίας, ο (Α) [ἅλμα] αυτός που βαδίζει πηδηχτά, ελαφρά, που έχει σπασμωδικές κινήσεις … Dictionary of Greek
γκαγιάρντ — η ευρωπαϊκός αυλικός χορός, ιδιαίτερα δημοφιλής από το 1530 ως το1620, με πέντε βασικά βήματα (τέσσερα πηδηχτά κι ένα ψηλό άλμα) χορεύεται κατά ζεύγη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη (πρβλ. γαλλ. gaillarde, ιταλ. gagliarda)] … Dictionary of Greek
πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… … Dictionary of Greek
πηδητικός — ή, ό / πηδητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηδώ] αυτός που έχει την ικανότητα να πηδά, να εκτελεί πηδήματα («ὅσα δὲ πηδητικά... ἐστι, τούτων τὰ μὲν ἔχει τὰ ὄπισθεν σκέλη μείζω», Αριστοτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα πηδητικά ζωολ. α) κατηγορία ορθόπτερων… … Dictionary of Greek
πηδηχτός — και πηδητός, ή, ό, Ν [πηδώ] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει 2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε») 3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός») 4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
χοροπηδώ — και χοροπηδάω χοροπήδησα, χορεύω πηδηχτά, χορεύω και πηδώ, αναπηδώ ρυθμικά και ζωηρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)